Ungersk-Grekisk ordbok »

belső betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
belső

εσωτερικό◼◼◼

εσωτερικά◼◼◼

εσωτερικός◼◼◼

μέσα◼◼◻

έσω◼◻◻

έντερο

ενδοχώρα

belső európai piac

εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά

belső környezet

ενδοκτηριακό περιβάλλον

περιβάλλον εσωτερικών χώρων

Belső-Mongólia

Εσωτερική Μογγολία

belső vándorlás

εσωτερική μετανάστευση

belső víziúti szállítás

εσωτερικές πλωτές μεταφορές

belső égésű motor

μηχανή εσωτερικής καύσης◼◼◼

internal combustion engine

belsőleg

εσωτερικά◼◼◼

belsőség

εντόσθια◼◼◼

belsőségek

εντόσθια

belsőégésű motor

μηχανή εσωτερικής καύσης◼◼◼

κινητήρας καύσης