Ungersk-Grekisk ordbok »

bűn betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
bűnügyi

εγκληματίας

εγκληματικός

ποινικός

bűnüldözés

επιβολή του νόμου◼◼◼

bűnüldöző szerv

επιβολή του νόμου◼◼◼

háborús bűn

έγκλημα πολέμου

hét főbűn

επτά θανάσιμα αμαρτήματα

kiberbűnözés

κυβερνοέγκλημα◼◼◼

környezet elleni bűn

έγκλημα κατά του περιβάλλοντος

környezeti bűnözés

εγκληματικότητα εις βάρος του περιβάλλοντος

12