Ungersk-Grekisk ordbok »

alkot betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
alkot

σκάφος◼◼◼

(teremt) δημιουργώ (-ήσω), (vmilyen egységet) αποτελώ (-έσω), συγκροτώ (-ήσω), απαρτίζω (-σω)

δημιουργώ

επινοώ

κάνω

καταφέρνω

πλάθω

alkotmány

σύνταγμα◼◼◼

σύσταση

alkotmányellenes

αντισυνταγματικός◼◼◼

alkotmányjog

συνταγματικό δίκαιο◼◼◼

alkotmányos

συνταγματικός◼◼◼

alkotmányos monarchia

συνταγματική μοναρχία◼◼◼

alkotás

δημιουργία◼◼◼

έργο◼◼◼

σύσταση◼◻◻

εργασία◼◻◻

δημιούργημα

κρεασιόν

πλάση

σύνθεση

alkotó

συστατικό◼◼◼

δημιουργός◼◼◼

δημιουργικός

alkotórész

συστατικό◼◼◼

συνιστώσα◼◻◻

εξάρτημα◼◻◻

jogalkotási eljárás

νομοθετική διαδικασία◼◼◼

környezeti jogalkotási folyamat

νομοθετική διαδικασία για περιβαλλοντικά θέματα

alkotás

έργο τέχνης◼◼◼

Szellemi alkotás

Διανοητική ιδιοκτησία◼◼◼