Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
υπάλληλος▼◼◼◼
χρησιμοποιούμενος▼◼◻◻
εφαρμοσμένος▼
προσαρμοσμένος▼
εργοδοτούμενος▼
εφαρμοσμένη έρευνα▼◼◼◼
εφαρμοσμένες επιστήμες▼◼◼◼
εφαρμοσμένη διαιτητική▼
εφαρμοσμένη οικολογία▼
προσωρινή▼
↑