Ungerska | Grekiska |
---|---|
alkalmaz | χρήση◼◼◼ πρόσληψη◼◻◻ συναφής◼◻◻ κατάλληλος◼◻◻ χρησιμότητα◼◻◻ (vmit) εφαρμόζω (-σω), (munkára fölvesz) προσλαμβάνω (προσλάβω, προσέλαβα) |
alkalmazható | εφαρμόσιμος◼◼◼ κατάλληλος◼◼◼ συναφής◼◻◻ |
alkalmazkodik | |
alkalmazkodási időszak | |
alkalmazkodó | ευέλικτος◼◼◼ |
alkalmazott | υπάλληλος◼◼◼ |
alkalmazott kutatás | |
alkalmazott tudomány | |
alkalmazott táplálkozási mód | |
alkalmazott ökológia | |
alkalmazás | εφαρμογή◼◼◼ χρήση◼◼◼ αίτηση◼◼◻ υπηρεσίες◼◼◻ πρόγραμμα◼◼◻ υπηρεσία◼◼◻ προσαρμογή◼◼◻ εργασία◼◻◻ απασχόληση◼◻◻ πρόσληψη◼◻◻ διανομή◼◻◻ παράδοση◼◻◻ εξυπηρέτηση◼◻◻ |