Ungersk-Grekisk ordbok »

akar betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
letakar

σκεπάζω (-σω)

makaróni

μακαρόνια

makaróni, tészta

μακαρόνι (το)

megtakarít

αποταμιεύω

megtakarítás

αποταμιεύσεις◼◼◼

αποταμίευση◼◼◻

megvakar

ξύνω

nem akarok beleszólni a családi ügyeitekbe

δεν θέλω να ανακατευτώ στα οικογενειακά σας

nem akarok lemaradni a híradóról

δε θέλω να χάσω τις ειδήσεις

nem akarom lekésni a vonatot

δε θέλω να χάσω το τρένο

röntgenre akarom önt küldeni

θα ήθελα να κάνεις μερικές ακτινογραφίες

Szabad akarat

Βούληση

takar

κάλυμμα◼◼◼

κάλυψη◼◼◻

καλύπτρα

σκεπάζω

takarékos

λιτός

οικονόμος

ολιγαρκής

takarékoskodik

εκτός◼◼◼

αποθηκεύω

αποταμιεύω

οικονομώ

σώζω

takarékpénztár

ταμιευτήριο◼◼◼

takarítás

καθαρισμός◼◼◼

takarító

καθαριστής / καθαρίστρια

takarmány

τροφή◼◼◼

σανό◼◻◻

ζωοτροφή/χορτονομή

takarmánynövény

καλλιέργεια χορτοδοτικών φυτών

χορτοδοτικό φυτό

takarmányszennyezés

μόλυνση των ζωοτροφών

takarmánytörvény

νόμος (νομοθεσία) περί ζωοτροφών

takaró

κάλυμμα◼◼◼

κουβέρτα◼◼◻

κουβέρτα (kouverta)◼◼◻

κάλυψη◼◻◻

εξώφυλλο

talajtakarás

προστατευτικό στρώμα (αχύρου)

1234