Ungersk-Grekisk ordbok »

övezet betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
övezet

ζώνη◼◼◼

περιοχή◼◼◻

πεδίο◼◻◻

έκταση◼◻◻

τομέας◼◻◻

elővásárlási övezet

περιοχή προτιμησιακής αγοράς

gyalogos övezet

ζώνη κυκλοφορίας πεζών

Gázai övezet

Λωρίδα της Γάζας (Lorída tis gázas)◼◼◼

ipari övezet meghatározás

σχέδιο βιομηχανικής χρήσης της γης/υποδιαίρεση σε ζώνες

védett tengeri övezet

προστατευόμενη θαλάσσια περιοχή