Ungersk-Grekisk ordbok »

éves betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
éves

ετήσιος (-α-ο)◼◼◼

πρώην◼◼◻

χρόνων◼◻◻

ενιαύσιος

éves jövedelem

ετήσιο εισόδημα◼◼◼

éves közgyűlés

ετήσια γενική συνέλευση◼◼◼

elsőéves vagyok az egyetemen

είναι ο πρώτος χρόνος μου στο πανεπιστήμιο

eltéveszt

κάνω λάθος (+ σε)

eltévesztettem a címet

έκανα λάθος στη διεύθυνση

Harmincéves háború

Τριακονταετής Πόλεμος

hány éves

πόσο χρονών είσαι (póso chronón eísai?)

πόσο χρονών είσαστε (póso chronón eísaste?)

hány éves vagy

πόσο χρονών είσαι (póso chronón eísai?)

πόσο χρονών είσαστε (póso chronón eísaste?)

hány éves vagy?

είσαι;

πόσο χρονών είσαι;

πόσων χρόνων είσαι

hányadéves vagy?

σε ποίο έτος είσαι;

hétéves

επταετής◼◼◼

Hétéves háború

Επταετής Πόλεμος

Kosztasz 30 éves

ο Κώστας είναι 30 χρόνων

megtéveszt

εξαπατώ

megtévesztés

απάτη◼◼◼

δόλος◼◼◻

πλάνη◼◼◻

τέχνασμα◼◼◻

ζουζουνιά

megtévesztő

παραπλανητικός◼◼◼

απάτη◼◼◻

Százéves háború

Εκατονταετής πόλεμος

tizenéves

έφηβη

έφηβη (éfivi)

έφηβος

έφηβος (éfivos)

téves

λανθασμένα◼◼◼

εσφαλμένος◼◼◼

λάθος◼◼◼

λανθασμένος◼◻◻

tévesen

κατά λάθος◼◼◼

én tizenhat évesen fejeztem be az iskolát

έφυγα από το σχολείο στα δεκαέξι

12