Ungersk-Grekisk ordbok »

épít betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
felépítés

οικοδόμηση◼◻◻

gyártás, építés

κατασκευή (η)

hogy áll az építkezés?

πώς πάει η οικοδομή;

jó felépítésű

καλοχτισμένος

környezetileg fenntartható építészet

περιβαλλοντική (αειφόρος) αρχιτεκτονική

lakásépítési program

στεγαστικό πρόγραμμα

lakásépítő szövetkezet

κατασκευές κτηρίων

leépítés

απόλυση◼◼◼

τσεκούρι

létszámleépítés

απόλυση◼◼◼

szépít

αγλαΐζω

εξωραΐζω

szépítőszer

καλλυντικά◼◼◼

καλλυντικό

Testépítés

Σωματοδόμηση

tájépítés

αρχιτεκτονική τοπίου◼◼◼

vízépítőmérnöki tudomány

υδραυλική μηχανική/έργα υδραυλικού μηχανικού

újjáépítés

ανασυγκρότηση◼◼◼

ανοικοδόμηση◼◼◻

αποκατάσταση◼◼◻

ανακατασκευή◼◼◻

ανάπλαση◼◻◻

επιδιόρθωση◼◻◻

újrahasznosítható anyaggal való építkezés

κατασκευές (δόμηση) με ανακυκλωμένα υλικά

123