Ungersk-Grekisk ordbok »

ép betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
ép

ακέραιος-η-ο, άρτιος (-α-ο)

épp

μόλις◼◼◼

épp most jöttem vissza ...

μόλις γύρισα από ...

éppen

(pontosan) ακριβώς

απλώς

δίκαιος

μόλις

μόνο

éppen, hogy nem/igen

ίσα-ίσα

éppen elértük a vonatot

μόλις που προλάβαμε το τρένο

éppen ezt akartam

αυτό ακριβώς ήθελα, (az imént, nemrég) μόλις

éppen jók

είναι όπως πρέπει

éppen két éve múlt

πάνω από δύο χρόνια

éppen most ment el a vonat

το τρένο μόλις έφυγε

éppen ott voltam

έτυχε να είμαι εκεί

éppen őt akarod magaddal vinni?

αυτόν βρήκες να πας μαζί σου

éppúgy

επίσης◼◼◼

τόσο◼◼◼

épség

ασφάλεια◼◼◼

épít

ανεγείρω

κατασκευάζω

οικοδομώ

χτίζω (-σω)

épít (→ χτίζομαι épül)

χτίζω

épített csatornarendszer

κατασκευασμένο σύστημα αποχέτευσης

épített környezet

δομημένο περιβάλλον/αστικοποιημένο περιβάλλον

épített szerkezet

κατασκευασμένη δομή

építkezés

κατασκευή◼◼◼

ανέγερση◼◼◻

εργοτάξιο◼◼◻

οικοδομική◼◼◻

οικοδομή◼◻◻

κτήριο◼◻◻

κτίριο◼◻◻

η οικοδομή

οικοδομικός

építmény

κτίρια◼◼◼

κατασκευή◼◼◼

ανέγερση◼◻◻

κτήριο

12