Ungersk-Grekisk ordbok »

ég betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
ég

καύση◼◼◼

ουρανός◼◻◻

έγκαυμα

καίγομαι

καίω

ουράνια (uránia)

παράδεισος

ég az épület

το κτίριο έχει πάρει φωτιά

égbolt

ουρανός◼◼◼

παράδεισος

στερέωμα

Égei-tenger

Αιγαίο πέλαγος

éger

σκλήθρα◼◼◼

άλνος

éget

καύση◼◼◼

έγκαυμα

καίω

éget, ég (→ καίγομαι

καίω (κάψω)

égetés

καύση◼◼◼

ανάφλεξη

αποτέφρωση/καύση

égetési maradék

υπόλειμμα αποτέφρωσης

égetőmű

αποτεφρωτής◼◼◼

éggömb

ουράνια σφαίρα

Éghajlat

Κλίμα◼◼◼

éghajlat

το κλίμα◼◼◼

éghajlati forrás

κλιματικοί πόροι

éghajlati hatás

κλιματική επίπτωση

éghajlati kísérlet

κλιματικό πείραμα

éghajlatmódosulás

κλιματική διαταραχή

éghajlattan

κλιματολογία

éghajlattípus

τύπος κλίματος

éghajlatváltozás

κλιματική μεταβολή◼◼◼

éghajlatvédelem

προστασία του κλίματος

éghető

εύφλεκτος

éghető termék

εύφλεκτο προϊόν

éghetőség

ευφλεκτικότητα

égi

ουράνιος

Égi mechanika

Ουράνια μηχανική

égiháború

θύελλα

12