Ungersk-Grekisk ordbok »

állomány betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
állomány

απόθεμα◼◼◼

ζώα◼◼◻

αρχείο◼◼◻

σειρά◼◻◻

στήλη◼◻◻

ουσία◼◻◻

ουσίες◼◻◻

περιουσία◼◻◻

φάκελος◼◻◻

ζωντανά◼◻◻

συστοιχία

adatállomány

αρχείο◼◼◼

σειρά◼◼◻

φάκελος◼◼◻

στήλη◼◻◻

λίμα

λιμάρω

ρινίζω

halállomány

ιχθυαπόθεμα◼◼◼

környezeti állománycsere

περιβαλλοντικό χρηματιστήριο

nyugállomány

συνταξιοδότηση◼◼◼

állatállomány

ζώα◼◼◼

ζωικό κεφάλαιο◼◼◻