Ungarisch-Griechisch Wörterbuch »

tör bedeutet auf Griechisch

UngarischGriechisch
benzin ólomtartalom törvény

νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τον (για τον) μόλυβδο

betör

(ablakot) σπάζω (-σω), (betörő) διαρρηγνύω (διαρρήξω) (+tárgyeset vhova)

σπάω

betörtek a bankba

διέρρηξαν την τράπεζα

betörés

διάρρηξη◼◼◼

betörő

διαρρήκτης

διαρρήκτρια

κλέφτης

ο διαρρήκτης

Boyle–Mariotte-törvény

Νόμος του Μπόιλ

bányatörvény

νόμος (νομοθεσία) περί εξόρυξης

börtönökre vonatkozó törvény

νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τα σωφρονιστικά καταστήματα

Ceres (törpebolygó)

1 Δήμητρα

Coulomb-törvény

Νόμος του Κουλόμπ

családtörvény

οικογενειακό δίκαιο

csodálkozom, hogy történt ez

αναρωτιέμαι (και εγώ) πώς έγινε αυτό

csonttörés

κάταγμα◼◼◼

σπάσιμο

csütörtök

Πέμπτη◼◼◼

Παρασκευή◼◻◻

csütörtök délután 2 órára kell visszahozni az autót

πρέπει να έχει επιστραφεί μέχρι τις 2μμ. το σάββατο

csütörtökön

την πέμπτη◼◼◼

diótörő

καρυοθραύστης

elmesélek egy történetet

θα σου πω μια ιστορία

eltör

σπάζω (-σω)

σπάω

eltör, eltörik

σπάω/σπάζω

eltörik

σπάει/σπάζει (-σει), eltörött a kezem έσπασα το χέρι μου

σπάω

eltörlés

κατάργηση◼◼◼

αφαίρεση

eltöröl

(megszűntet) καταργώ (-ήσω)

καταλύω

καταργώ

eltörölték az adókat

καταργήθηκαν οι φόροι

erdészeti törvény

νόμος (νομοθεσία) περί δασοκομίας

ezt a .... törölték

... έχει ακυρωθεί

fatörzs

κορμός◼◼◼

κασέλα

μπαούλο

4567