Ungarisch-Griechisch Wörterbuch »

tör bedeutet auf Griechisch

UngarischGriechisch
török ember/férfi – nő

Τούρκος (ο) – Τουρκάλα (η)

Török Köztársaság

Δημοκρατία της Τουρκίας◼◼◼

törökbab

φασόλια πράσινα

törökfürdő

χαμάμ◼◼◼

Törökország

Τουρκία (Tourkía)◼◼◼

Τουρκία (η)◼◼◼

töröl

διαγραφή◼◼◼

ακύρωση◼◼◻

ματαίωση◼◻◻

διαγράφω

σβήνω

σκουπίζω

σφουγγίζω

töröld le a táblát!

σβήσε τον πίνακα!

törölje le az asztalra

ψωμάκια

törölt

ακυρώθηκε◼◼◼

törölve

διαγράφει

törött

σπασμένος◼◼◼

törött (csont / kar / láb)

σπασμένο (κόκκαλο / χέρι / πόδι)◼◼◼

törülköző

πετσέτα

(+ tárgyeset) törekszik vmire

επιδιώκω

a fizetés havonta, előre történik

το νοίκι πληρώνεται στην αρχή κάθε μήνα

a járatot törölték

η πτήση ακυρώθηκε

a török uralom ideje alatt

κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, (időtartam) το (χρονικό) διάστημα, η διάρκεια

a törökök bevették a várost

οι Τούρκοι πήραν/κατέλαβαν/κατάκτησαν την πόλη

a vonatot törölték

το τραίνο έχει ακυρωθεί

ablaktör

υαλοκαθαριστήρες◼◼◼

υαλοκαθαριστήρας◼◻◻

καθαριστήρας◼◻◻

adatfeldolgozási törvény

νόμος (νομοθεσία) περί επεξεργασίας δεδομένων

agytörzs

εγκεφαλικό στέλεχος◼◼◼

εγκεφαλικό στέλεγχος

Arkhimédész törvénye

Αρχή του Αρχιμήδη

Avogadro-törvény

Υπόθεση Αβογκάντρο

az Európai Unióba történő belépésünk

η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

az üveg kerete eltört

ο σκελετός αυτών των γυαλιών έχει σπάσει

baba törlőkendő

μωρομάντιλα

baleset történt

έχει συμβεί ένα ατύχημα

becsomagolná, kérem, a vázát, nehogy eltörjön?

θα μου τυλίξετε, σας παρακαλώ, το βάζο για να μη σπάσει

beletörődés

παραίτηση

3456