Ungarisch-Griechisch Wörterbuch »

ítél bedeutet auf Griechisch

UngarischGriechisch
ítél

δικαστής◼◼◼

δικάζω

ítélet

καταδικαστική απόφαση◼◼◼

κρίση◼◼◻

πρόταση◼◼◻

φράση◼◼◻

πόρισμα◼◻◻

ετυμηγορία◼◻◻

η κρίση, (bírói) η απόφαση◼◻◻

βούλευμα◼◻◻

καταδικαστική απόφαση/καταδίκη

ítélkezik

δικάζω

ítélőképesség

ευθυκρισία◼◼◼

elítél

καταδίκη◼◼◼

καταδικάζω (-σω), (vmit) αποδοκιμάζω (-σω), κατακρίνω

elítélendő

αξιοκατάκριτος

κατακριτέος

elítélt

κατάδικος◼◼◼

πλην◼◻◻

elítélés

καταδίκη◼◼◼

πεποίθηση

előítélet

εμπάθεια

η προκατάληψη

προκατάληψη

προκαταλαμβάνω

halálos ítélet

θανατική καταδίκη◼◼◼

megítél

δικαστής◼◼◼

megítélés

κρίση◼◼◼

άποψη◼◼◼

απόφαση◼◼◼

γνώμη◼◼◻

διακριτική ευχέρεια◼◼◻

διάκριση◼◼◻

διάθεση◼◻◻

στάση◼◻◻

odaítél

απονομή◼◼◼