Maďarčina-Gréčtina slovník »

tüzelés znamená v Gréčtina

MaďarčinaGréčtina
tüzelés

πυροδότηση/έναυση/τροφοδοσία πυράς/ψήσιμο/βολή/πυρά

gáztüzelésű erőmű

μονάδα (εργοστάσιο) που λειτουργεί με (χρησιμοποιεί) αέριο

széntüzelésű erőmű

μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα

História vyhľadávania