Griechisch | Ungarisch |
---|---|
μέσος όρος | szán◼◻◻ |
(átlag-) μέσος-η-ο, (közepes) μέτριος-α-ο, (közönséges) κοινός (-ή-ό) | |
ένδικο μέσο | jogorvoslat◼◼◼ |
αντιδιαβρωτικό (μέσο)/αναστολέας (ανασχετικό) διάβρωσης | |
αντιρρυπαντικό μέσο | |
αφρίζον μέσο | |
γλυκαντικό (μέσο) | édesítőszer◼◼◼ |
δια μέσου | át◼◼◼ |
διαμέσου | |
θρεπτικό μέσο | tápanyag◼◼◼ |
καθαρισμός διαμέσου του εδάφους | |
κατά μέσον όρο | átlagban◼◼◼ |
κροκιδωτικό (μέσο) | |
μεταφορικό μέσο | |
ο μέσος μισθός, ο κατά μέσον όρο μισθός | |
οικονομικό μέσο | |
οξιδωτικό (μέσο) | |
προωθητικό (μέσο)/προωστική ύλη | hajtóanyag◼◼◼ |
πυρίμαχο (πυράντοχο) μέσο | |
φωτοχημικό οξιδωτικό (μέσο) | |
φωτοχημικός παράγοντας/φωτοχημικό μέσο | |
χρηματοδοτικό μέσο/χρηματοοικονομικός τίτλος | |
ψυκτικό (μέσο) (υγρό) | hűtőközeg◼◼◼ |