Griechisch | Ungarisch |
---|---|
μέσο | eszköz◼◼◼ átlagos◼◼◼ jármű◼◼◻ közeg◼◼◻ közép◼◼◻ központ◼◼◻ középső◼◻◻ médium◼◻◻ közepes◼◻◻ középpont◼◻◻ műszer◼◻◻ vivőanyag◼◻◻ |
μέσο (άσκησης) περιβαλλοντικής πολιτικής | |
μέσο (άσκησης) πολιτικής | |
μέσο εμποτισμού | |
μέσο(α) επικοινωνίας | |
μέσο μαζικής μεταφοράς (ΜΜΜ) | |
μέσο οικονομικής διαχείρισης | |
μέσο ους | középfül◼◼◼ |
μέσο συμπλοκοποίησης | |
μέσος | átlag◼◼◼ átlagos◼◼◼ számít◼◼◻ közép◼◼◻ átlagol◼◼◻ eszköz◼◻◻ közepes◼◻◻ jelent◼◻◻ középső◼◻◻ jár◼◻◻ |
μέσος (-η-ο) | |
μέσος όρος | átlag◼◼◼ ért◼◼◼ számít◼◼◼ jár◼◼◻ jelent◼◼◻ tervez◼◻◻ akar◼◻◻ közepes◼◻◻ |