Griechisch | Ungarisch |
---|---|
έσω | belső◼◼◼ befelé◼◻◻ középső◼◻◻ |
(térben) μέσα από, μέσω (+ birtokos eset) | |
(cipel) κουβαλώ (-άω, -ήσω), (visel) φορώ (-άω, -έσω) | |
(cipőt) φορώ (-άω, -έσω), βάζω (-λω) | |
(földről, járműre) παίρνω (πάρω, πήρα), (ruhát) βάζω (-λω), φορώ (-άω, -έσω), (munkahelyre) προσλαμβάνω (προσλάβω) | |
(járás közben, harcban) πέφτω (πέσω) | |
(teremt) δημιουργώ (-ήσω), (vmilyen egységet) αποτελώ (-έσω), συγκροτώ (-ήσω), απαρτίζω (-σω) | |
(tud, -hat/het) μπορώ (-έσω) | |
αμέσως | közvetlen◼◼◼ közvetlenül◼◼◼ sor◼◼◻ együtt◼◼◻ rögtön◼◼◻ egyszerre◼◻◻ mindjárt◼◻◻ őszinte◼◻◻ |
αμέσως μετά | |
αρέσω | |
αφαιρώ (-έσω) | |
δεν αισθάνομαι καλά και δεν θα μπορέσω να έρθω σήμερα | |
δεν θα μπορέσω να το κάνω για τουλάχιστον δυο εβδομάδες | |
διατήρηση (αποδεικτικών) στοιχείων (μέσων) | |
ζητώ (-άω, -ήσω), (kell vknek vmi) θέλω (ήθελα), (megkér) παρακαλώ (-έσω) | kér◼◼◼ |
θα ήθελα να καταθέσω αυτή την επιταγή παρακαλώ | |
θα ήθελα να καταθέσω αυτό παρακαλώ | |
θα καλέσω αργότερα | |
θα χρειαστεί να αφαιρέσω αυτό το δόντι | |
ικανός-ή-ό (+ για vmre), μπορώ (-έσω) | |
κατευθείαν ή αμέσως | |
κλητεύω (-σω), καλώ (-έσω) | |
μέσω | keresztül◼◼◼ |