Grekiska | Ungerska |
---|---|
σχολείο | iskola◼◼◼ fog◼◻◻ |
σχολείο (scholeío) | iskola◼◼◼ |
έφυγα από το σχολείο στα δεκαέξι | |
γενικός-ή-ό, általános iskola δημοτικό σχολείο | |
δημοτικό σχολείο | |
δημόσιο σχολείο | magániskola◼◼◼ |
ιδιωτικό σχολείο | |
πήγα σχολείο ... | |
πηγαίνοντας για το σχολείο, (időben) κατά | |
σε ποιό σχολείο πήγες; | |
στο σχολείο | |
το σχολείο | iskola◼◼◼ |
υπάρχει ... σχολείο κοντά; |