Grekiska | Ungerska |
---|---|
πρώτο | első◼◼◼ |
πρώτο όνομα | |
πρώτον | első◼◼◼ eleinte◼◻◻ előbb◼◻◻ |
πρώτος | elsődleges◼◼◼ fő◼◼◻ szám◼◼◻ unokatestvér◼◻◻ |
πρώτος (-η-ο) | első◼◼◼ |
Πρώτος αριθμός | |
πρώτος αριθμός | |
είναι ο πρώτος χρόνος μου στο πανεπιστήμιο | |
εικοστός-πρώτος / εικοστή-πρώτη / εικοστό-πρώτο | |
η υποδοχή βρίσκεται στον πρώτο όροφο | |
πάρε το πρώτο στενό αριστερά | |
τον εικοστό πρώτο αιώνα |