Grekisk-Ungersk ordbok »

μια betyder på ungerska

GrekiskaUngerska
μπορώ να του ρίξω μια ματιά;

vethetek rá egy pillantást?

να αρμέξω μια αγελάδα

tehenet fejni

να βρω μια δουλειά

munkát kapni

να δώσω ένα διαγώνισμα / μια εξέταση

vizsgázni

να κοπώ σε ένα διαγώνισμα / μια εξέταση

megbukni a vizsgán

να περάσω ένα διαγώνισμα / μια εξέταση

levizsgázni

να σου κάνω μια χαζή ερώτηση;

föltehetek egy hülye kérdést?

Νεεμίας

Nehémiás

νηνεμία

szélcsend◼◼◼

νιώθω μια χαρά

jól érzem magam

νομισματική οικονομία/οικονομία του νομίσματος

monetáris gazdaság

νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τη δασοκομία

erdészeti jogszabályok

νομοθεσία περί χωροταξίας, πολεοδομίας και χρήσεων γης

tervezési jog

νόμος (νομοθεσία) περί δασοκομίας

erdészeti törvény

ξηροδερμία

bőrszárazság◼◼◼

ο ένας τον άλλο (η μία την άλλη)

egymást

ο καιρός είναι μια χαρά

jó az idő

ο κλέφτης έχωσε μία εικόνα κάτω από το παλτό του

a tolvaj bedugott egy ikont a kabátja alá

οικονομία

közgazdaság

közgazdaság-tudomány

οικονομία (η)

gazdaság, takarékosság

οικονομία της αγοράς

piacgazdaság◼◼◼

οικονομία της ενέργειας

energiagazdaságtan

οικονομικά/οικονομικές επιστήμες/οικονομολογία/οικονομία

közgazdaságtan

ορνιθοκομία/πτηνοτροφία

madártenyésztés

ούτε/καμία φορά (valamikor) κάποτε

egyszer sem

οφθαλμίατρος

szemorvos

παγκόσμια

globálisan◼◼◼

Παγκόσμια θέρμανση

Globális felmelegedés

παγκόσμια θέρμανση

globális felmelegedés

Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας

Egészségügyi Világszervezet◼◼◼

παγκόσμια πτυχή/πλανητική προοπτική

globális vonatkozás

παγκόσμια σύμβαση/παγκόσμιο συνέδριο

globális egyezmény

παγοδρομία

korcsolyázás

παθολογική ανατομία

patológia◼◼◼

πανδημία

világjárvány◼◼◼

járvány◼◼◻

pandémia

πανεπιστημιακός

egyetem◼◼◼

πάνες μιας χρήσης

eldobható pelenka

6789