Grekisk-Ungersk ordbok »

ματ betyder på ungerska

GrekiskaUngerska
ακαματοσύνη

lustaság

ακροαματική διαδικασία

meghallgatási eljárás

ακροαματικότητα

közönség◼◼◼

ακτινοβολία περιβάλλοντος/ακτινοβολία υποστρώματος

háttérsugárzás

ακτινοβολία υποστρώματος

háttérsugárzás

αλάτι στρώσης (οδοστρώματος)

jeges útra használt só

αμοιβή/τέλος/δικαιώματα/δίδακτρα/εξέταστρα/εισφορά

díj

αναγραμματισμός

anagramma

αναδιάταξη/επανασχηματισμός

visszatermészetesítés

αναδρομικός σχηματισμός

elvonás

αναθεματίζω

átkoz

átok

megátkoz

ανάκτηση υπολειμμάτων πετρελαίου

olajmaradék visszanyerés

ανακύκληση υπολειμμάτων (καταλοίπων)

maradékanyag újrahasznosítása

ανάλυση οικοσυστήματος (οικοσυστημάτων)

ökoszisztéma elemzés

ανάλυση υπολείμματος (καταλοίπου)

maradékanyag elemzés

αναπληρωματικός

helyettesít◼◼◼

αναποτελεσματικός (-ή-ό)

eredménytelen

ανεπίσημη (άτυπη) διαπραγμάτευση

informális tárgyalás

ανθρωπογενής μεταβολή του κλίματος

ember-okozta éghajlatváltozás

Ανρί Ματίς

Henri Matisse

ανταλαγή νομίσματος

valuta váltás

ανταλλακτήριο συναλλάγματος

pénzváltó◼◼◼

Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός

Objektumorientált programozás

αντισυνταγματάρχης

alezredes◼◼◼

αντισυνταγματικός

alkotmányellenes◼◼◼

αξιωματικός

tiszt◼◼◼

tisztviselő◼◼◻

katonatiszt◼◼◻

hivatalos◼◻◻

rendőrtiszt◼◻◻

tisztségviselő◼◻◻

bolond

futár

püspök

αξιωματικός (axiomatikós)

futó

Αξιωματικός (σκάκι)

Futó (sakk)

αξιωματούχος

tisztviselő◼◼◼

tiszt◼◼◻

1234