Grekiska | Ungerska |
---|---|
κοινός | |
κοινός (-ή-ό) | közös◼◼◼ |
κοινός παρονομαστής | közös nevező◼◼◼ |
κοινότητα | közösség◼◼◼ község◼◻◻ önkormányzat◼◻◻ helyhatóság◼◻◻ |
κοινότοπος | |
κοινόχρηστα, τα | |
(átlag-) μέσος-η-ο, (közepes) μέτριος-α-ο, (közönséges) κοινός (-ή-ό) | |
έχουμε κοινό λογαριασμό | |
απόφαση της κοινότητας | |
αρχή "η κοινότητα πληρώνει" | |
δημοφιλής-ής-ές, αγαπητός-ή-ό στο κοινό | |
δημόσια ερώτηση/ερωτήσεις που υποβάλλονται από το κοινό | |
ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο | |
Ευρωπαϊκές Κοινότητες | |
Ευρωπαϊκή Κοινότητα | |
Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα | |
η κοινότητα | közösség◼◼◼ |
κοινοτικά κεφάλαια/οικονομικά της Κοινότητας | |
κοινοτική πράξη/πράξη της Κοινότητας | |
κοινοτικός προϋπολογισμός/προϋπολογισμός της Κοινότητας | |
μέγιστος κοινός διαιρέτης | |
νεοπαγής κοινότητα | |
νομικό σύστημα της Κοινότητας | |
οικολογική κοινότητα | |
το κοινό, (nézők) οι θεατές | közönség◼◼◼ |