Grekiska | Ungerska |
---|---|
ιδιότητα | |
ιδιότητα/(ιδιο)χαρακτηριστικό (γνώρισμα) | |
ιδιότητες των υλικών | |
ιδιοτιμή | sajátérték◼◼◼ |
ιδιοτροπία | |
ιδιοφυΐα | |
ιδιοφυής | |
ιδιοφυία | |
ιδίωμα | |
ιδιωματισμός | |
ιδίως | különösen◼◼◼ főleg◼◻◻ |
ιδιώτης | |
ιδιωτικές μεταφορές/μεταφορές με ιδιωτικά μέσα | |
ιδιωτικό | |
ιδιωτικό διεθνές δίκαιο | |
ιδιωτικό δίκαιο | magánjog◼◼◼ |
ιδιωτικό σχολείο | |
ιδιωτικοποίηση | magánosítás◼◼◼ |
ιδιωτικός | magán◼◼◼ egyedi◼◻◻ külön◼◻◻ saját◼◻◻ bizalmas◼◻◻ |
ιδιωτικός ερευνητής | |
ιδιωτικός τομέας | magánszektor◼◼◼ |
ιδιωτικότητα | magánélet◼◼◼ titoktartás◼◻◻ |
ιδιωτισμός | |
ιδού | |
ίδρυμα | intézmény◼◼◼ alapítvány◼◼◻ intézet◼◼◻ |