Grekisk-Ungersk ordbok »

θέση betyder på ungerska

GrekiskaUngerska
αυτή η θέση είναι πιασμένη;

foglalt ez a hely?

δεν έχει αρκετό χώρο, (pl. ülő-) η θέση

nincs elég hely◼◼◼

είμαι στη θέση να..., mi a helyzet? τι γίνεται;

abban a helyzetben vagyok, hogy...

είναι προσωρινή ή μόνιμη θέση;

ez ideiglenes vagy állandó munka?

εργασιακό καθεστώς/επαγγελματική θέση

foglalkozási helyzet

η οικονομία είναι σε καλή κατάσταση, (pozíció) η θέση

a gazdaság jó helyzetben van

θέλετε θέση στο παράθυρο ή στο διάδρομο;

ablak vagy folyosó mellé kéri a helyét?

κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης

erőfölénnyel való visszaélés◼◼◼

με ενδιαφέρει αυτή η θέση

érdekelne ebben a helyzetben

παρακαλώ δέστε τις ζώνες σας και επιστρέψτε το κάθισμά σας στην όρθια θέση

kérjük kapcsolják be biztonsági öveiket és állítsák vissza az ülést alaphelyzetbe

ποιός είναι ο αριθμός της θέσης σας;

mi az ülésének a száma?

στη θέση σου

a helyedben

στην αρχική θέση

vissza◼◼◼

123