Grekiska | Ungerska |
---|---|
διεθνή | nemzetközi◼◼◼ |
διεθνή ύδατα/διεθνής υδάτινη (θαλάσσια) δίοδος | |
διεθνής | nemzetközi◼◼◼ |
διεθνής (diethnis) | nemzetközi◼◼◼ |
διεθνής-ής-ές | |
διεθνής ανταγωνιστικότητα | |
διεθνής ασφάλεια | |
διεθνής βοήθεια (υποστήριξη) | |
διεθνής διαμάχη (σύγκρουση) | |
διεθνής εναρμόνιση | |
διεθνής ισορροπία | |
διεθνής καταμερισμός εργασίας | |
διεθνής κατανομή | |
διεθνής οργανισμός | |
Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας | ICAO◼◼◼ |
διεθνής πολιτική | |
διεθνής συμφωνία | |
διεθνής συναλλαγή | |
διεθνής συνεργασία | |
διεθνής σύμβαση (διάσκεψη)/διεθνές συνέδριο | |
διεθνής τυποποίηση | |
εξαφανισθέν είδος/είδος που έχει εκλείψει [Διεθνής Ένωση | |
εξαφανισθέν είδος/είδος που έχει εκλείψει (Διεθνής Ένωση) |