Grekisk-Ungersk ordbok »

διάλυμα betyder på ungerska

GrekiskaUngerska
διάλυμα

oldat◼◼◼

megoldás◼◻◻

Διάλυμα

Oldat◼◼◼

αλατούχο διάλυμα

sóoldat◼◼◼

αλισίβα/ισχυρό αλκαλικό διάλυμα

lúg

ισχυρό αλκαλικό διάλυμα

lúg

κολλοειδές διάλυμα

emulzió

ρυθμιστικό διάλυμα

puffer◼◼◼