Grekisk-Ungersk ordbok »

ατμ betyder på ungerska

GrekiskaUngerska
ατμοσφαιρική ρύπανση

légköri szennyezés◼◼◻

ατμοσφαιρική φυσική/φυσική της ατμόσφαιρας

légkörfizika

ατμοσφαιρική χημεία/χημεία της ατμόσφαιρας

légköri kémia

ατμοσφαιρικό αερόλυμα

légköri aeroszol

ατμοσφαιρικό όζον

légköri ózon

ατμοσφαιρικός

légköri◼◼◼

(kedv) η διάθεση, το κέφι, (társaságban) η ατμόσφαιρα

hangulat

αέριο εξάτμισης (καυσαέριο) αυτοκινήτου οχήματος

gépjármű kipufogógáz

αεριόμορφος ρύπος της ατμόσφαιρας

gáznemű légszennyező

αερομεταφερόμενος (ατμοσφαιρικός) θόρυβος

levegőben terjedő zaj

αλληλεπίδραση ωκεανού-ατμόσφαιρας

óceán-levegő határfelület

διάταξη εξάτμισης

kipufogó berendezés

δομή της ατμόσφαιρας

légköri szerkezet

έκπλυση/κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής

kiesőzés/kimosódás

εκπομπή στην ατμόσφαιρα

légköri kibocsátás

εξαερωτική εξίδρωση/εξατμισ(ι)οδιαπνοή

evapotranszspiráció

εξατμίζω

párolog

εξάτμιση

párolgás◼◼◼

kipufogócső◼◼◼

elpárolgás◼◼◻

evaporáció◼◻◻

hangtompító◼◻◻

επιστήμες της ατμόσφαιρας

légkörtudomány

Κατμαντού

Katmandu◼◼◼

καυσαέριο/αέριο εξάτμισης

kipufogógáz

ματμαζέλ

kisasszony

Μαχάτμα Γκάντι

Mahatma Gandhi

Μπάτμαν

Batman

παρακολούθηση της ατμόσφαιρας

légköri monitoring◼◼◼

πίεση ατμού

páranyomás

σύσταση της ατμόσφαιρας

légkör összetétel◼◼◼

συστατικό της ατμόσφαιρας

légkör összetevő

σωματίδιο της(στην) ατμόσφαιρα(ς)

légköri részecske

υδρατμός

gőz

gőzölög

pára

vízgőz

12