Grekiska | Ungerska |
---|---|
αίσθηση | érzés◼◼◼ érzet◼◼◻ károsít◼◼◻ látás◼◼◻ érzékelés◼◼◻ megértés◼◻◻ érint◼◻◻ érzékel◼◻◻ |
(érzelem is) το συναίσθημα, το αίσθημα, (benyomás) η αίσθηση | |
έκτη αίσθηση | |
έχω την αίσθηση ότι... | |
διαίσθηση | |
ενσυναίσθηση | |
η αίσθηση του χιούμορ | |
η προαίσθηση, το προαίσθημα | |
παραίσθηση | |
συναίσθηση | |
ψευδαίσθηση |