Pentru folosirea dicţionarului te rog permite JavaScript! Cum?
εξετάσεις▼◼◼◼
δοκιμασία▼◼◼◼
δοκιμή▼◼◼◻
διαγώνισμα▼
δοκιμάζω▼
αποτελέσματα εξετάσεων▼
εξετάσεις οδήγησης▼
ανταγωνιστική εξέταση▼
εξέταση (η, tsz. -εις)▼
πτυχιακές▼◼◼◼
↑