dicţionar Maghiar-Greac »

vezetés înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
vezetés

διοίκηση◼◼◼

διαχείριση◼◼◼

οδήγηση◼◼◼

κατηγορία◼◼◻

ευθύνη◼◼◻

ηγεσία◼◼◻

διεύθυνση◼◼◻

καθοδήγηση◼◼◻

διαδικασία◼◼◻

διακυβέρνηση◼◻◻

χειρισμός◼◻◻

διαγωγή◼◻◻

κατεύθυνση◼◻◻

αρχηγία

επιτήρηση

πρωτοκαθεδρία

υπευθυνότητα

φορτίο

vezetés, utasítás

κουμάντο (το)

vezetés, útmutatás

οδηγία (η)

vezetési számvitel

διοικητική λογιστική/κοστολόγηση

bevezetés

εισαγωγή◼◼◼

σύσταση◼◼◻

cégvezetés

διοίκηση◼◼◼

félrevezetés

παραπλάνηση◼◼◼

gyakorolnom kell a vezetést

πρέπει να εξασκηθώ / κάνω εξάσκηση στην οδήγηση

kér magnós idegenvezetést?

θα θέλατε έναν ακουστικό-οδηγό;

levezetés

παραγωγή◼◼◼

συμπέρασμα◼◼◻

megbízott vezetés

κατ' ανάθεση διαχείριση