dicţionar Maghiar-Greac »

vesz înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
figyelembe vesz

θεωρώ

Filmművészet

Κινηματογράφος

fölvesz, hord

φοράω (φορέσω)

hajózási veszély

κίνδυνος ναυσιπλοΐας

harcművészet

πολεμικές τέχνες◼◼◼

harcművészetek

πολεμικές τέχνες

hegedűművész

βιολίστρια

hír: παίρνω είδηση észrevesz

είδηση (η, tsz. -εις)

invesztál

επενδύω

jelenleg egy kurzuson veszek részt

κάνω ένα μάθημα αυτή τη στιγμή

kézbe vesz

παίρνω

kivesz

λήψη◼◼◼

βγάζω (-λω), vettem ki pénzt az automatából πήρα λεφτά από το μηχάνημα

ξεμπλέκω

kivesz, (ruhát) levesz, (pénzt) keres

βγάζω (βγάλω)

kölcsönöz, kölcsönvesz, kölcsönt vesz fel)

δανείζομαι

kölcsönvesz

δανείζομαι (-στώ)

konyhaművészet

μαγειρική◼◼◼

γαστρονομία◼◼◼

könyvészet

βιβλιογραφία

körbevesz

περιβάλλω

περιζώνω

περικλείω

περικυκλώνω

περιστοιχίζω

πλαισιώνω

környezetegészségügyi veszély

κίνδυνος για την περιβαλλοντική υγιεινή

környezeti veszély

περιβαλλοντικός κίνδυνος

környezeti vészhelyzetre felkészülés

περιβαλλοντικός σχεδιασμός έκτακτης ανάγκης

környezetre veszélyes anyag

ουσία επικίνδυνη για το περιβάλλον

körülvesz

κύκλος

περιβάλλω

περικυκλώνω

levélvesztés

φυλλόρροια

levesz

αφαιρώ

κατεβάζω (-σω), (ruhát) βγάζω (-λω)

levesz, leszed

κατεβάζω

vészet

σκοποβολή◼◼◼

Manierizmus (művészet)

Μανιερισμός

masterképzésben veszek részt ...

κάνω μεταπτυχιακό ...

2345