dicţionar Maghiar-Greac »

vedel înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
vedel

πίνω

adómentes jövedelem

αφορολόγητο εισόδημα

vedelem

εισόδημα◼◼◼

εισόδημα (το)◼◼◼

έσοδα◼◼◼

το εισόδημα◼◼◻

κέρδος◼◼◻

έσοδο◼◻◻

πρόσοδος

εισόδημα/έσοδο

vedelemadó

φόρος εισοδήματος◼◼◼

Φόρος εισοδήματος◼◼◼

vedelmez

αποδίδω

vedelmező

επικερδής◼◼◼

κερδοφόρος◼◼◻

αποδοτικός◼◻◻

προσοδοφόρος◼◻◻

vedelmezőség

αποδοτικότητα◼◼◼

éves jövedelem

ετήσιο εισόδημα◼◼◼