dicţionar Maghiar-Greac »

tudomány înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
mérnöki tudomány

μηχανική/μηχανολογία/σχεδιασμός

μηχανολογία

σχεδιασμός

nyelvtudomány

γλωσσολογικός

Orvostudomány

Ιατρική◼◼◼

orvostudomány

ιατρική (iatriki)◼◼◼

ιατρική (επιστήμη)◼◼◼

φάρμακο

orvostudomány (gyakorlat)

ιατρική◼◼◼

Politikatudomány

Πολιτική επιστήμη

politikatudomány

πολιτικά

πολιτική (επιστήμη)/πολιτικά/πολιτικολογία

számítástudomány

επιστήμη υπολογιστών

πληροφορική

Számítógép-tudomány

Επιστήμη υπολογιστών

talajtudomány

εδαφολογία

Természettudomány

Φυσική επιστήμη

társadalomtudomány

κοινωνικές επιστήμες◼◼◼

κοινωνιολογία◼◻◻

villamosmérnöki tudomány

κατασκευή ηλεκτρολογικών και ηλεκτρονικών ειδών

vízépítőmérnöki tudomány

υδραυλική μηχανική/έργα υδραυλικού μηχανικού

zenetudomány

μουσικολογία

áltudomány

ψευδοεπιστήμη

élelmiszertudomány

επιστήμη των τροφίμων

élettel foglalkozó tudomány

βιολογικές επιστήμες

építőmérnöki tudomány

έργα (κλάδος) πολιτικού(ών) μηχανικού(ών)

12