dicţionar Maghiar-Greac »

termelő înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
termelő

παραγωγός◼◼◼

γεωργός◼◼◼

κτηνοτρόφος◼◻◻

αγρότης◼◻◻

γεωργοκτηνοτρόφος◼◻◻

καλλιεργητής◼◻◻

termelő komposztálási tevékenysége

λιπασματοποίηση από τον παραγωγό

termelői felelősség

ευθύνη του παραγωγού

kitermelőipar

εξορυκτική βιομηχανία