dicţionar Maghiar-Greac »

telepít înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
telepít

εγκαθιστώ

hazatelepít

επαναπατρίζω

jóváhagyást igénylő telepítés

εγκατάσταση για την οποία απαιτείται έγκριση

növényfajok betelepítése

εισαγωγή φυτικού είδους

növényfajok újbóli betelepítése

επανεισαγωγή φυτικών ειδών

állatfajok betelepítése

εισαγωγή ζωικού είδους

állatfajok újbóli betelepítése

επαναφορά ζωικού είδους

állatvilág visszatelepítése

αποκατάσταση της πανίδας

áttelepítés

μετατόπιση◼◼◼

újbóli betelepítés

επανεισαγωγή