Pentru folosirea dicţionarului te rog permite JavaScript! Cum?
δεξαμενόπλοιο▼◼◼◼
δεξαμενόπλοιο/πετρελαιοφόρο (πλοίο)▼
δεξαμενόπλοιο▼
πετρελαιοφόρο▼
↑