dicţionar Maghiar-Greac »

tanulás înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
tanulás

μάθηση◼◼◼

γνώση◼◻◻

εκμάθηση◼◻◻

μελέτη◼◻◻

επιστήμη

διάβασμα

μελετώ

σπουδάζω

σπουδή

olvasás, tanulás

διάβασμα (το)

több időd lenne tanulásra, ha nem néznél állandóan tévét

θα είχες περισσότερο χρόνο για διάβασμα αν δεν έβλεπες συνέχεια τηλεόραση