dicţionar Maghiar-Greac »

takaró înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
takaró

κάλυμμα◼◼◼

κουβέρτα◼◼◻

κουβέρτα (kouverta)◼◼◻

κάλυψη◼◻◻

εξώφυλλο

(be)takar (→σκεπάζομαι betakarózik)

σκεπάζω

erdőtakaró pusztulása

απομείωση της δασοκάλυψης

földtakaró

κάλυψη του εδάφους/κάλυψη εδαφικών εκτάσεων

kérhetek egy plusz takarót?

θα μπορούσα να έχω μια επιπλέον κουβέρτα παρακαλώ;

ágytakaró

κάλυμμα◼◼◼

πάπλωμα