dicţionar Maghiar-Greac »

tüzelőolaj înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
tüzelőolaj

μαζούτ◼◼◼

πετρέλαιο εξωτερικής καύσης◼◻◻

πετρέλαιο εξωτερικής καύσης/μαζούτ

háztartási tüzelőolaj

πετρέλαιο οικιακής χρήσης