dicţionar Maghiar-Greac »

tömeg înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
tömeg

μάζα◼◼◼

ποσότητα◼◼◻

σύνολο◼◻◻

λειτουργία◼◻◻

πλήθος◼◻◻

χύδην◼◻◻

βαριά◼◻◻

τύρφη◼◻◻

σωρός

κοσμοσυρροή

σκυλολόι

όχλος

Tömeg

Μάζα◼◼◼

tömeges kikapcsolódás

μαζική διασκέδαση (αναψυχή)

tömegközlekedés

μέσα μαζικής μεταφοράς◼◼◼

δημόσια συγκοινωνία

tömegközlekedési jármű

μέσο μαζικής μεταφοράς (ΜΜΜ)

tömegszállítás

Στερεομεταφορά

tömegszám

μαζικός αριθμός

Tömegszám

Μαζικός αριθμός

tömegtájékoztatási eszközök

μέσα μαζικής επικοινωνίας/ΜΜΕ

tömegvonzás

βαρύτητα

σοβαρότητα

atomtömeg

ατομικό βάρος◼◼◼

fémtömegcikk-ipar

βιομηχανία (κλάδος) προϊόντων μετάλλου

kritikus tömeg

κρίσιμη μάζα◼◼◼

molekulatömeg

μοριακό βάρος◼◼◼

testtömegindex

δείκτης μάζας σώματος◼◼◼