dicţionar Maghiar-Greac »

töm înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
töm

γεμίζω

tömb

συστοιχία◼◼◼

τετράγωνο◼◼◻

διάταξη◼◼◻

πίνακας◼◼◻

ενότητα◼◻◻

μπλοκ◼◻◻

σύνολο◼◻◻

εμπόδιο◼◻◻

παράταξη◼◻◻

ογκόλιθος

tömeg

μάζα◼◼◼

ποσότητα◼◼◻

σύνολο◼◻◻

λειτουργία◼◻◻

πλήθος◼◻◻

χύδην◼◻◻

βαριά◼◻◻

τύρφη◼◻◻

σωρός

κοσμοσυρροή

σκυλολόι

όχλος

Tömeg

Μάζα◼◼◼

tömeges kikapcsolódás

μαζική διασκέδαση (αναψυχή)

tömegközlekedés

μέσα μαζικής μεταφοράς◼◼◼

δημόσια συγκοινωνία

tömegközlekedési jármű

μέσο μαζικής μεταφοράς (ΜΜΜ)

tömegszállítás

Στερεομεταφορά

tömegszám

μαζικός αριθμός

Tömegszám

Μαζικός αριθμός

tömegtájékoztatási eszközök

μέσα μαζικής επικοινωνίας/ΜΜΕ

tömegvonzás

βαρύτητα

σοβαρότητα

tömjén

λιβάνι

tömlöc

μπουντρούμι

tömlőbelűek

κοιλεντερωτά

tömény szesz

οινοπνευματώδη

tömör

συμπαγής◼◼◼

στερεό◼◼◻

12