dicţionar Maghiar-Greac »

töltő înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
töltő

φορτιστής◼◼◼

töltőanyag

υλικό πλήρωσης (γέμισης, επιχωμάτων)◼◼◼

töltődik

φόρτιση◼◼◼

töltőtoll

πένα◼◼◼

στιλό

feltöltődik

φόρτιση◼◼◼

üzemanyagtöltő állomás

πρατήριο καυσίμων◼◼◼

πρατήριο καυσίμων/σταθμός πλήρωσης

σταθμός πλήρωσης