dicţionar Maghiar-Greac »

támasz înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
támasz

στήριγμα◼◼◼

στήριξη◼◼◼

βάση◼◼◼

αντηρίδα

αντιστήριγμα

támaszkodik

βάση◼◼◼

ακουμπώ

támaszpont

βάση◼◼◼

στρατώνας

támaszt

βάση◼◼◼

υποστήριξη◼◼◻

υπόλοιπο◼◻◻

παύση◼◻◻

επιβεβαίωση

αναβαστώ

αντηρίδα

αντιστήριγμα

ενισχύω

στηρίζω

υποβαστάζω

támaszték

αντιστήριγμα◼◼◼

alátámaszt

υποστήριξη◼◼◼

alátámasztás

επιβεβαίωση◼◼◼

επαλήθευση◼◼◻