dicţionar Maghiar-Greac »

szeg înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
szégyen

ντροπή

ντροπή (dropí)

ντροπιάζω

όνειδος

szégyenlős

συνεσταλμένος

szégyenlősködik, (el)szégyelli magát

ντρέπομαι

egészég

υγεία◼◼◼

egészégre gyakorolt hatás

επίδραση (επιπτώσεις) στην υγεία

επίδραση στην υγεία

επιπτώσεις στην υγεία

egyéb összeg

άλλο ποσό◼◼◼

ellenszegülő

ανυπότακτος

elszegényedés

ενδημική φτώχεια

εξαθλίωση

εξάντληση

elszégyellte magát és elfutott

ντράπηκε και έφυγε τρέχοντας

felszeg

αδέξιος

ατσούμπαλος

járdaszegély

κράσπεδο◼◼◼

megszeg

διακοπή◼◼◼

παραβιάζω

σπάω

megszegés

παράβαση◼◼◼

παραβίαση◼◼◼

καταστρατήγηση◼◻◻

milyen kár! vagy micsoda szégyen!

τι κρίμα!

nem áll elegendő összeg rendelkezésre a számláján

ανεπαρκές ποσό

összeg

ποσό◼◼◼

άθροισμα◼◼◻

σύνολο◼◼◻

ποσότητα◼◼◻

πράξη◼◼◻

συνολικός◼◻◻

πλήρης◼◻◻

άθροιση◼◻◻

παν◼◻◻

κονδύλι◼◻◻

πρόσθεση◼◻◻

αντίτιμο◼◻◻

ολικός

123