dicţionar Maghiar-Greac »

szegény înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
szegény

φτωχοί◼◼◼

άθλιος

καημένος

κακομοίρης

πτωχός

φτωχοφαμελίτης

φτωχός

φτωχός (ftokhós)

φτωχός / φτωχιά / φτωχό

φτωχός-ή/ιά-ό

szegénység

ένδεια◼◼◼

εξαθλίωση◼◼◻

απορία

λεξιπενία

φτώχεια/ένδεια/απορία

φτώχια

elszegényedés

ενδημική φτώχεια

εξάντληση

εξαθλίωση

vérszegény

αναιμικός

vérszegénység

αναιμία◼◼◼