dicţionar Maghiar-Greac »

szőr înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
szőr

μαλλί◼◼◼

τρίχα◼◻◻

γούνα

κόμη

szőrme

γουνόδερμα◼◼◼

γούνα◼◼◼

τρίχωμα

szőrmeipar

κατασκευή γουνοδερμάτων/γουνοδέρματα

szőrszál

τρίχες◼◼◼

szőrtelenítő

αποτριχωτικό◼◼◼

szőrzet

τρίχωμα◼◼◼

τρίχες◼◻◻

szőrös

τριχωτός

allergiás vagyok a szőrökre

είμαι αλλεργικός στις τρίχες

masszőr

μασέρ◼◼◼

μασέζ