dicţionar Maghiar-Greac »

stressz înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
stressz

στρες◼◼◼

άγχος◼◼◼

άγχος (το)◼◼◼

καταπόνηση◼◻◻

stress◼◻◻

έμφαση◼◻◻

ένταση◼◻◻

(ψυχολογική) πίεση/τάση/ολικό φορτίο/υπερένταση

ολικό φορτίο

τάση

pszichológiai stressz

ψυχολογική πίεση