dicţionar Maghiar-Greac »

súlyos înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
súlyos

σοβαρός◼◼◼

καταστροφικός◼◻◻

χονδροειδής◼◻◻

πληγή◼◻◻

αυστηρός

εντεταμένος

επαχθής

súlyosbodás

επιδείνωση◼◼◼

súlyosbít

ενισχύω

súlyosság

σοβαρότητα◼◼◼

nehéz / súlyos

βαρύς / βαριά / βαρύ

túlsúlyos

παχύσαρκος

én súlyosan allergiásak ...

πίεση αίματος